- παρόχιον
- παρόχ-ιον, τό,A public guest-house, IGRom.3.639 (Lycia, ii A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παρόχιον — τὸ, Α [πάροχος (Ι)] δημόσιος ξενώνας … Dictionary of Greek
κατόχι — το (Α κατόχιον) καθετί που συνέχει, που συγκρατεί («κατόχιον ἐμβρύων» προφυλακτικό κατά τής αποβολής, Αέτ.) νεοελλ. 1. ο αναβολέας* 2. δερμάτινο λουρί ή σχοινί με το οποίο οι υποδηματοποιοί δένουν στο πόδι τους το παπούτσι που ράβουν 3. σκαλοπάτι … Dictionary of Greek
μετόχιο — και μετόχι, το (ΑΜ μετόχιον, Μ και μετόχιν και μετόχι) κτήμα το οποίο ανήκει στην ιδιοκτησία μοναστηριού, βρίσκεται όμως έξω από την περιοχή του και διοικείται από εντεταλμένο μοναχό αντιπρόσωπο τής μονής, ενώ καλλιεργείται είτε από μοναχούς είτε … Dictionary of Greek